εμπρεσιονιστής

εμπρεσιονιστής
ο (θηλ. εμπρεσιονίστρια)
καλλιτέχνης (κυρ. ζωγράφος) που είναι οπαδός τού εμπρεσιονισμού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εμπρεσιονιστής — εμπρεσιονιστής, ο και ιμπρεσιονιστής, ο θηλ. ίστρια καλλιτέχνης που ακολουθεί την τεχνοτροπία του εμπρεσιονισμού (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σράμεκ, Φράνα — Τσέχος συγγραφέας και ποιητής (Σόμποτκα, Βοημία 1777 Πράγα 1952). Αναρχικός, κατά το τέλος του A’ Παγκόσμιου πόλεμου, το 1918 εγκατέλειψε την πολιτική για να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη λογοτεχνία. Συγγραφέας εμπρεσιονιστής ύμνησε τον έρωτα και… …   Dictionary of Greek

  • ιμπρεσιονιστής — ὁ βλ. εμπρεσιονιστής …   Dictionary of Greek

  • Ρέγγος, Πολύκλειτος — (1903). Ζωγράφος. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα, μαθητής του Νικηφόρου Λύτρα. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Παρίσι, στο διάστημα των ετών 1930 35, σπουδάζοντας χαρακτική στο εργαστήριο του Δημ. Γαλάνη. Αρχικά εργάστηκε στην Αθήνα… …   Dictionary of Greek

  • ιμπρεσιονιστής — ο θηλ. ίστρια και εμπρεσιονιστής, ο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”